- συγκύπτω
- Α [κύπτω]1. σκύβω προς τα εμπρός και προς τα κάτω και ενώνω το κεφάλι μου με το κεφάλι άλλων2. πλησιάζω κάτι σκύβοντας3. γέρνω προς τα εμπρός, καμπουριάζω σαν να είμαι πολύ φορτωμένος4. κλίνω καταφατικά το κεφάλι μου και εγώ μαζί με άλλους, συγκατανεύω5. εργάζομαι σκληρά, κοπιάζω6. μτφ. συμπράττω μετά από συμφωνία («οἱ γὰρ κακοῡντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῡσι», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.